-
1 ночлег
ночлег м η διανυκτέρευση· το κατάλυμα (место)· остановиться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα* * *мη διανυκτέρευση; το κατάλυμα ( место)останови́ться на ночле́г — διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα
-
2 ночлег
ночле||гм τό κατάλυμα (место ночле-гаУ ἡ διανυκτέρευση [-ις] (ночевка):ос-таноаи́ться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα. -
3 постой
-я α.1. διανυκτέρευση.2. επισταθμία, κατάλυμα•поставить на постой βάζω σε κατάλυμα.
-
4 ночлежный
ночле||жныйприл:\ночлежныйжный дом уст. τό νυκτερινό κατάλυμα, τό σπίτι γιά διανυκτέρευση. -
5 пристанище
пристанищес τό κατάλυμα, τό κατα-φύγιο[ν], τό ἄσυλο[ν]. -
6 разводить
разводитьнесов1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:\разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·2. воен.:\разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:\разводить мост σηκώνω τή γέφυρά4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг)·5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:\разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:\разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·8. (разжигать) ἀνάβω:\разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας. -
7 этап
этапм1. воен. τό κατάλυμα, ὁ σταθμός·2. (стадия) τό στάδιο[ν], ἡ φάση·3. (дистанция) спорт. ὁ γῦρος· ◊ \этапом, по \этапу συνοδεία φρουράς, μέ συνοδεία. -
8 ночлег
[νατσλιέκ/] ουσ. α κατάλυμα -
9 ночлежник
[νατσλιέζνικ] ουσ. α. κατάλυμα -
10 пристанище
[πριστάνιστσιε] ουσ. ο. κατάλυμα -
11 ночлег
[νατσλιέκ] ουσ α κατάλυμα -
12 ночлежник
[νατσλιέζνικ] ουσ α κατάλυμα -
13 пристанище
[πριστάνιστσιε] ουσ ο κατάλυμα -
14 деть
дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•
он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.
2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.εκφρ.деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•
куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•
куда он 'теперь -ется? που θα πάει (ή θα κρυφτεί) τώρα;
2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω. -
15 ночлег
-а α.1. κατάλυμα.2. διανυκτέρευση•остановиться на ночлег σταματώ για διανυκτέρευση.
-
16 ночлежка
-и θ.κατάλυμα νυχτερινό. -
17 ночлежник
-а α.-ца, -ы θ.ο διανυκτε-ρέυων σε κατάλυμα. -
18 ночлежный
επ.της διανυχτέρευσης•ночлежный дом σπίτι διανυχτέρευσης, κατάλυμα.
-
19 пристанище
-а ουδ.άσυλο, καταφύγιο• κατάλυμα, λιμάνι. -
20 приткнуть
ρ.σ.μ. (απλ.)1. καρφιτσώνω•бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.
2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•-и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.
3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατάλυμα — lodging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελάτειας. * * * το (AM κατάλυμα) [καταλύω] στεγασμένος χώρος στον οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει προσωρινά, σταθμός… … Dictionary of Greek
κατάλυμα — το, ατος ο τόπος όπου μπορεί κανείς να καταλύσει πρόσκαιρα, σταθμός: Δε βρήκαν κατάλυμα στο χωριό αυτό και προχώρησαν στο άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλυμάτων — κατάλυμα lodging neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύμασι — κατάλυμα lodging neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύμασιν — κατάλυμα lodging neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματα — κατάλυμα lodging neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματι — κατάλυμα lodging neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματος — κατάλυμα lodging neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι … Dictionary of Greek